- παράταιρος
- -η, -ο [παραταίρι]αυτός που δεν έχει προσαρμοστεί σωστά, ο κακά ταιριασμένος, ο ανόμοιος ή ασύμφωνος με τον άλλο, ιδίως για πράγματα ή πρόσωπα που αποτελούν ζευγάρι («παράταιρα παπούτσια»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράταιρος — η, ο ασύμφωνος, αταίριαστος, ανόμοιος, διαφορετικός: Φοράς μανικετόκουμπα παράταιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άζυγος — η, ο (Α ἄζυγος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μπήκε κάτω από ζυγό («άζυγο μοσχάρι») 2. που δεν αποτελεί ζευγάρι, μόνος («άζυγα όργανα τού σώματος») αρχ. 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε στον ζυγό του γάμου, ανύπαντρος, άγαμος 2. ασυνταίριαστος,… … Dictionary of Greek
ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… … Dictionary of Greek
ασύγκλωστος — ἀσύγκλωστος, ον (AM) [συγκλώθω] 1. αυτός που δεν έχει κλωστεί κανονικά, ο ασύνδετος 2. ο παράταιρος, ο ασυμβίβαστος … Dictionary of Greek
αταίριαστος — και αταίριαχτος, η, ο 1. αυτός που δεν ταιριάζει, που δεν συμφωνεί ή δεν εναρμονίζεται με κάποιον 2. ανάρμοστος, ανοίκειος, απρεπής 3. αυτός που δεν είναι ταίρι άλλου, παράταιρος 4. ανόμοιος προς τους άλλους, ιδιόρρυθμος 5. εκείνος που δεν έχει… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek